Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Hegel: τι σημαίνει ελεύθερη ανάπτυξη του ατόμου;






                              Γκέοργκ Χέγκελ
                                         1770-1831

          Γνωσιο-οντο-λογική ανα-τροπή[1]:

           Από την «πλειοψηφία» της μειοψηφίας
                   στην ελευθερία του ατόμου


§1: Ποτέ άλλοτε ο άνθρωπος δεν ήταν χωρίς εαυτό, χωρίς Είναι, όσο στην εποχή μας. Γι’ αυτό και στερείται εκείνη την ολότητα, εντός της οποίας μπορεί να απαλλοτριώνει την απαλλοτρίωση του εαυτού του, να βρίσκει το ρυθμό υπέρβασης όλων των αφηρημένων σχημάτων –πολιτικών, ακαδημαϊκών, πολιτιστικών, καλλιτεχνικών, τεχνικών, συντεχνιακών, ιεραρχικών– που απαρτίζουν τον δαιμονικό κόσμο της εκμηδένισής του. Γιατί μπορεί μέσα σε μια καθορισμένη ολότητα, διαρθρωμένη κατά Λόγο, να απαλλοτριώνει την απαλλοτρίωσή του; Επειδή μέσα εδώ είναι πάντοτε κάτι επί πλέον, πιο πέρα  από εκείνο που νομίζει πως είναι. Είναι ακριβώς εντός αυτού του όλου, που αναπτύσσει μια κίνηση, μια κινητική δύναμη, ώστε να υπερβαίνει τους φραγμούς του Εγώ του, εκτεινόμενος και προς ό,τι τη δεδομένη στιγμή δεν είναι. Ο ολοκληρωμένος άνθρωπος έτσι, δηλαδή το υποκείμενο που έχει συνείδηση του εαυτού του ως ζώσας ουσίας και υπόστασης (lebendige Substanz), ήτοι ως πνεύματος (Geist),

«είναι το γίγνεσθαι του ίδιου του εαυτού του, ο κύκλος που προϋποθέτει το τέλος του ως σκοπό του και το κάνει αρχή του, ξεκίνημά του, και ο οποίος είναι πραγματικός μόνο μέσω της πραγματοποίησής του και του τέλους του» (Hegel: Φαινομενολογία του πνεύματος Ι, εκδ. Δωδώνη, §18).

§2: Δυνάμει ενός τέτοιου γίγνεσθαι, σύμφυτου προς την ουσία του, ο άνθρωπος ανακτά τον εαυτό του μέσα από την άρνηση, πρώτα-πρώτα, της γυμνής μορφής του εαυτού του: μέσα από την άρνηση της άρνησης του παθητικού εαυτού του, δηλαδή την άρνηση που αρνείται τον παθητικό Εαυτόˑ έναν άβουλο Εαυτό που απλώς κείτεται εδώ ή εκεί, έχοντας εκχωρήσει το δικαίωμα και το δίκαιο της ύπαρξής του στον άλλον, στον εκπρόσωπό του, στον αντιπρόσωπό του. Στη Φαινομενολογία του πνεύματος § 588 αποσαφηνίζει πολύ παραστατικά ο Hegel:

«όπου ο Εαυτός είναι παρών μόνο δι’ αντιπροσώπευσης ή ως μια απλή ιδέα, εκεί αυτός δεν είναι πραγματικάˑ όπου είναι δι’ εκπροσώπου, αυτός δεν είναι».

 Η ύψιστη αποξένωση του ανθρώπου από τον εαυτό του και από τον συνάνθρωπό του είναι η λογική της εκπροσώπησης ή της αντιπροσώπευσης. Γιατί; Επειδή δι’ αυτής ο άνθρωπος εξαπατάται: εγκαταλείπει την αρχή του αυτοπροσδιορισμού του –δηλαδή την ενύπαρκτη υποστασιακή του αρχή που εκδηλώνεται στο αισθητό παρόν ως ενεργός, συνειδητή υποκειμενικότητα, άρα ως ελεύθερη ατομικότητα– και παραδίδεται  στη δικτατορία των πιο ανίκανων και συνάμα αισχρών μειοψηφιώνˑ των μειοψηφιών εκείνων μάλιστα που δεν διστάζουν να εμφανίζουν εαυτόν ως δυναμική πλειοψηφία, «σωτήρια» και «λυτρωτική» για τον λαό και το έθνος.

§3: Όταν διατείνονται ότι εκπροσωπούν την πλειοψηφία, στην πράξη δομούν την πιο βίαιη εξουσία ενός φίλαυτου-αρρωστημένου Εγώ συντεχνιών σε όλα τα επίπεδα της ζωής: φαινομενικά την ασκούν εν ονόματι της πλειοψηφίας, στην πράξη όμως τη χρησιμοποιούν ενάντιά της. Η βίωση της ύπαρξης γίνεται λεία  αυτής της εξουσίας, καθώς η τελευταία την αποκλείει από την αυθεντική πολιτική  παιδεία, από κάθε λαχτάρα πνευματικής της ολοκλήρωσης, από τη «μαγική δύναμη του πνεύματος που μεταστρέφει το αρνητικό σε Είναι» (Φαινομενολογία του πνεύματος Ι, ό.π., σ. 154).  Έτσι τη μετατρέπουν σε μάζα, σε όχλο και της στερούν τη δυνατότητα να ανυψώνεται σε μια αυτο-κυβερνώμενη πολιτική ολότητα ή κοινότητα ελεύθερων ατόμων. Μια τέτοια ολότητα, σύμφωνα με τον Χέγκελ, είναι αυτή τούτη η υπόσταση του ανθρώπου, ήτοι ο άνθρωπος ως το Απόλυτο που φτάνει στην πραγμάτωσή του μέσα από την αυτό-ανάπτυξή του. Αυτό το Απόλυτο δεν είναι κάποιο φαντασιακό Επέκεινα, αλλά η προαναφερθείσα μαγική δύναμη του πνεύματος, που επιτρέπει στον άνθρωπο, στην ανθρώπινη συνείδηση, να γίνεται εντός εαυτού κάτι διαφορετικό από τον εαυτό του και τελικά να αναιρεί αυτή την ετερότητα. Στον εμπράγματο κόσμο της άμεσης ζωής –πολιτικής, κομματικής, ακαδημαϊκής κ.λπ.– η εν λόγω αυτοκινησία του ανθρώπινου Είναι προοιωνίζει τον ακαριαίο θάνατο όλων αυτών των φαύλων μειοψηφιών. Όσο οι «πλειοψηφίες» τέτοιων μειοψηφιών ευδοκιμούν ακόμα, τόσο εξαπολύουν την ολέθρια μανία τους ενάντια στην εμπρόσωπη ατομικότηταˑ άρα, τόσο η οδύνη των ανθρώπων δεν πρόκειται να κοπάσει. Πώς θα μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς, όταν γι’ αυτές «κανείς, πέρα από τον Δία [=τον εαυτό τους], δεν είναι ελεύθερος» (Αισχύλος).



[1] Αναλυτική πραγμάτευση των θεμάτων που συζητούνται εδώ ακροθιγώς αλλά και άλλων καίριων για την κατανόηση του πολύπλοκου Σήμερα γίνεται στα παρακάτω βιβλία, σχετικά με τον Χέγκελ, που κυκλοφορούν εντός του 2014: 1. Γκ. Χέγκελ: Φιλοσοφία και Πολιτική, εισαγωγή, μτφρ. σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Εκδόσεις Ηριδανός Αθήνα 2014. 2. Γκ. Χέγκελ: Φιλοσοφία του πνεύματος, αντικειμενικό και απόλυτο πνεύμα, εισαγωγή, μτφρ. σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Εκδόσεις Παπαζήση Αθήνα 2014.              

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Descartes: Προς την ελευθερία της σκέψης (2)






Ρενέ Ντεκάρτ
1596–1650

Σκέπτομαι, άρα υπάρχω

§1
Θεωρητικές πτυχές

Ο Ντεκάρτ ή Καρτέσιος (17ος αιώνας) αναζήτησε στέρεα θεμέλια για τη γνώση, με δεδομένα τα χαρακτηριστικά της εποχής του: ραγδαία ανάπτυξη της επιστήμης και έντονες θρησκευτικές έριδες ανάμεσα στους καθολικούς και τους προτεστάντες. Οι βασικές αρχές της σκέψης του θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα ακόλουθα σημεία:
α) Συχνά μας απατούν οι αισθήσεις. Συναφώς παρατηρεί πως δεν ξεχωρίζουμε με βεβαιότητα την κατάσταση του ονείρου, την οποία υποτίθεται ότι συνειδητοποιούμε μόνο αφού έχουμε ξυπνήσει, από την κατάσταση της εμπειρίας μας, όταν ήδη είμαστε ξύπνιοι.
β) Δεν μπορούμε να δεχτούμε με σιγουριά ακόμη κι λογικές ή μαθηματικές αλήθειες, οι οποίες υποτίθεται ότι ισχύουν και όταν κοιμόμαστε και όταν είμαστε ξύπνιοι.
γ) Συνάρτησε το παράδειγμα της αμφιβολίας για τις μαθηματικές αλήθειες με την υπόθεση ότι μπορεί να μας έκανε να τις πιστέψουμε κάποιος «μοχθηρός δαίμονας».
          δ) Το ζητούμενο, ως εκ τούτου, είναι το σκεπτόμενο υποκείμενο: η ύπαρξη κάθε αμφιβολίας μας για την αλήθεια της μιας ή της άλλης πεποίθησης  προϋποθέτει την ύπαρξη του  υποκειμένου που τις σκέφτεται.
          ε) Η στιγμή λοιπόν που σκέφτεται ο άνθρωπος είναι και στιγμή της ύπαρξής του. Το «υπάρχω» ισχύει, όταν το σκέφτομαι. Πρέπει να το σκέφτομαι για να αμφιβάλλω ως προς αυτό. Παύει να είναι αντικείμενο αμφιβολίας, όταν το βλέπω. Έτσι κατανοείται καλύτερα η περίφημη ρήση του: σκέφτομαι, άρα υπάρχω.
στ) Η πεποίθηση του φιλοσόφου ότι το υποκείμενο σκέψης γνωρίζει με σιγουριά ότι υπάρχει την ίδια στιγμή που σκέπτεται και ότι συγχρόνως αποτελεί άυλη οντότητα είναι εσφαλμένη.
ζ) Πιστεύει ότι η αμφιβολία αίρεται μέσα από την απόδειξη της ύπαρξης του θεού.
η) Τα επιχειρήματα για το ζήτημα του θεού είναι τα εξής:
Ι) οι άνθρωποι είναι ατελή όντα και ως τέτοια δεν αποτελούν την αιτία της ιδέας της τελειότητας παρά την έχουν μόνο στο νου τους. Αναγκαστικά η αιτία υπάρχει έξω από τον ανθρώπινο νουˑ είναι η «πραγματικότητα»  που αντιστοιχεί στον «τέλειο θεό».
ΙΙ) η ιδέα του «τέλειου όντος» που συλλαμβάνει με τη σκέψη του ο άνθρωπος, δηλαδή την έχει εμφυτευμένη στο νου του, συνεπάγεται την ύπαρξη αυτού του όντος, την πραγματικότητα του οποίου παριστά ο θεός. Άρα ο θεός είναι η αιτία που εμφυτεύει μέσα στον ανθρώπινο νου την ιδέα της τελειότητας.
ΙΙΙ) η ύπαρξη κρύβει τελειότητα, γιατί η ανυπαρξία συνιστά ένα είδος ατέλειας. Άρα ο θεός, που περιέχει κάθε είδους τελειότητα, πρέπει να υπάρχει.
                                                       
                                                         §2
      
Κείμενο

«Δεν ξέρω αν πρέπει να σας μιλήσω για τους πρώτους στοχασμούς που έκανα εκεί πέρα, γιατί είναι τόσο μεταφυσικοί και τόσο ασυνήθιστοι που δεν θ αρέσουν ίσως σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, για να μπορέσει κανένας να κρίνει αν τα θεμέλια που πήρα είναι αρκετά σταθερά, είμαι κατά κάποιο τρόπο αναγκασμένος να μιλήσω γιαυτούς. Είχα από πολύ καιρό παρατηρήσει πως, για ό,τι αφορά τα ήθη, είναι κάποτε ανάγκη, γνώμες που κανένας τις ξέρει πολύ αβέβαιες, να τις ακολουθεί το ίδιο σαν να ήταν αναμφίβολες, καθώς το είπα και πιο πάνω. Επειδή όμως τότε επιθυμούσα να καταγίνομαι αποκλειστικά με την αναζήτηση της αλήθειας, σκέφτηκα πως έπρεπε να κάνω εντελώς το αντίθετο και ν απορρίψω, σαν να ήταν εντελώς ψεύτικο, οτιδήποτε θα μπορούσε να μου γεννήσει την πιο παραμικρή αμφιβολία, για να δω αν δεν θα μου απέμενε μετά απ αυτό καμιά πεποίθηση που να είναι εντελώς αναμφίβολη. Έτσι, επειδή οι αισθήσεις μας μάς ξεγελούν κάποτε, θέλησα να υποθέσω πως τίποτα δεν υπάρχει που να είναι τέτοιο που εκείνες μάς κάνουν να το φανταζόμαστε. Κι επειδή υπάρχουν άνθρωποι που ξεγελιούνται κάνοντας συλλογισμούς πάνω και στα πιο απλά ακόμη θέματα της γεωμετρίας, και παραλογίζονται, κρίνοντας κι εγώ πως μπορούσα να λαθέψω όσο κι οποιοσδήποτε άλλος, απέρριψα ως ψεύτικους όλους τούς λόγους που είχα εκλάβει προηγουμένως για αποδείξεις. Και τέλος, παίρνοντας υπόψη πως όλες οι σκέψεις που έχουμε, ενόσω είμαστε ξυπνητοί, μπορούν επίσης να μας έρχονται ολόιδιες κι όταν κοιμούμαστε, χωρίς καμιά τους να είναι τότε αληθινή, αποφάσισα να υποθέσω πως όλα όσα μού είχαν μπει κάποτε στον νου, δεν ήταν περισσότερο αληθινά από τις φαντασίες των ονείρων μου. Αμέσως όμως μετά πρόσεξα πως, ενώ εγώ ήθελα να σκεφτώ έτσι, ότι δηλαδή όλα ήταν ψεύτικα, έπρεπε αναγκαστικά, εγώ που το σκεπτόμουν, να είμαι κάτι. Και παρατηρώντας πως τούτη η αλήθεια: σκέπτομαι, άρα υπάρχω ήταν τόσο γερή και τόσο σίγουρη, ώστε όλες μαζί οι εξωφρενικές υποθέσεις των σκεπτικών φιλοσόφων να μην ήταν σε θέση να την κλονίσουν, έκρινα πως μπορούσα δίχως ενδοιασμούς να την παραδεχτώ ως την πρώτη αρχή της φιλοσοφίας που αναζητούσα (Λόγος περί της Μεθόδου § 36).
                                                   
                                                          §3

                                      Σχολιασμός – Ερμηνεία

Ι. Αναζητώντας την αλήθεια ο Ντεκάρτ επιχείρησε να σκεφτεί μια αρχή της φιλοσοφίας, η οποία υπάρχει πέρα από κάθε αμφιβολία. Γιατί θέλει να σκεφτεί αυτή την αρχή; Επειδή «οι αισθήσεις μάς απατούν»: μας δίνουν ομοιώματα ή είδωλα της εξωτερικής πραγματικότητας και μας θέτουν μπροστά σε μια φανταστική ή φαινομενική κατάσταση, δηλαδή σε πράγματα, τα οποία αναγκαζόμαστε να πιστεύουμε και να τα προσλαμβάνουμε στο πνεύμα μας ως αληθινά. Ουσιαστικά όμως αυτά  είναι τόσο αληθινά όσο και οι ψευδαισθήσεις των ονείρων μας. Τι συμβαίνει τότε; Με τη μέθοδο της αμφιβολίας, υποστηρίζει ο φιλόσοφος,  αντιμετωπίζουμε  καχύποπτα κάθε είδους πίστη, μέχρι τη στιγμή που θα μπορούσε να αποδειχτεί η νομιμότητά της. Με τη μέθοδο αυτή οι αμφιβολίες μας ωθούνται ως τα άκρα, μέχρι το σημείο του παραλογισμού, έως ότου μας οδηγήσουν στην αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Ποια είναι τούτη η  αλήθεια; Είναι η εξής: σκέφτομαι, άρα υπάρχω. Πρόκειται για εκείνη την αρχή της φιλοσοφίας, όπου η μόνη, η ακλόνητη βεβαιότητα είναι ότι υπάρχω. Για πόσο όμως χρονικό διάστημα μπορώ να υπάρχω; Όσο σκέπτομαι. Μόνο ενόσω σκέπτομαι, κατανοώ το Εγώ μου ότι υπάρχει.
ΙΙ. Δυνάμει αυτής της αρχής, ο Ντεκάρτ  επιχειρεί να διαχωρίσει αυτό που πραγματικά γνωρίζει από αυτό που απλώς πιστεύει, δηλαδή το αληθινό από το ψεύτικο. Αυτό κατανοείται ως εξής: Όσο κανείς σκέφτεται, τόσο καλλιεργεί  τη γνωσιακή του ικανότητα για να καταγράφει τις αδυναμίες που παρουσιάζουν οι παραστάσεις των πραγμάτων και να διερωτάται για την εξωτερική πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Έτσι η ενέργεια του Εγώ σκέφτομαι εξασφαλίζει την υπεροχή της ερωτηματοθεσίας ή της διερώτησης για τη μέθοδο που ακολουθεί ο ανθρώπινος νους. Αυτή η υπεροχή διαλύει τη δυσκολία να προσδιορίζουμε αυτό που είμαστε, γιατί μας τοποθετεί κατά τη μεριά της διεργασίας της σκέψης που κατευθύνει την αμφιβολία και η οποία μας επιβάλλει τη διερώτηση: τι είμαστε; Είμαστε αυτό που σκεπτόμαστε, που αμφιβάλλουμε, βεβαιώνουμε, αρνούμαστε  κ.λπ. Με άλλα λόγια είμαι πνεύμα, νους λόγος, έλλογη ψυχή κ.λπ. Η αλήθεια λοιπόν: σκέφτομαι, άρα υπάρχω, για τον φιλόσοφο είναι η πρώτη αρχή της φιλοσοφίας  και ενσαρκώνει την επαλήθευση του Εγώ ότι, εφόσον σκέπτεται, δεν μπορεί να αυταπατάται για το γεγονός της ύπαρξής του.
ΙΙΙ. Γενικώς ειπείν, η καρτεσιανή αλήθεια είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη μέθοδο. Το συστατικό στοιχείο της μεθόδου είναι η αμφιβολία, η οποία αγκαλιάζει ολόκληρο το σύστημα της γνώσης. Τούτο σημαίνει ότι μπορώ να πω ότι μια γνώση είναι απόλυτα βέβαιη, όταν την υποβάλλω σε κάθε δυνατή αμφισβήτηση, για να την ανασκευάσω και παρ’ όλα αυτά δεν το επιτυγχάνω. Η αμφιβολία, ως μεθοδολογικό στοιχείο, είναι ενέργημα του νου που θέτει τα πάντα σε αβεβαιότητα. Αφού δεν έμεινε τίποτα βέβαιο, η αμφιβολία έπαψε να έχει αντικείμενο και στρέφεται προς τον εαυτό της. Δεν μπορεί ωστόσο η αμφιβολία να έχει αντικείμενο τον εαυτό της· δεν μπορεί η αμφιβολία να γίνει αντικείμενο της αμφιβολίας. Για το μόνο πράγμα συνεπώς, για το οποίο δεν μπορώ να αμφιβάλλω είναι πως αμφιβάλλω. Στη φάση αυτή της αμφιβολίας ανταποκρίνεται η βεβαιότητα της αυτοσυνείδησης ή η συνειδησιακή δραστηριότητα. Ακριβώς τούτη η δραστηριότητα είναι κάτι που μου ανήκει και δεν μπορεί να αποκοπεί από μένα: είναι η βεβαιότητα του Είναι μου ή του Είναι της συνείδησης.